μαχαιροδέτης

μαχαιροδέτης
μᾰχαιρο-δέτης, ου, ,
A sword-belt, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαχαιροδέτης — μαχαιροδέτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱμάς, λωρίον ἐξαρτήσεως τῆς μαχαίρας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + δέτης (< δέω), πρβλ. λαιμο δέτης] …   Dictionary of Greek

  • μαχαιροδέτης — sword belt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”